-
1 δίπυλος
δί-πῠλος, ον,II δίπυλον, τό, a name for the Θριάσιαι πύλαι at Athens, Plb.16.25.7, Plu.Per.30; at Rome for the temple of Janus, Id.2.322a.2 = ὑπερῷον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δίπυλος
См. также в других словарях:
Δημιάδες Πύλες — Μεγάλη πύλη των Αθηνών, που παλαιότερα ονομαζόταν Θριάσιαι Πύλαι ή Ιερά Πύλη, επειδή από εκεί ξεκινούσε η Ιερά οδός. Την Ιερά οδό ακολουθούσε η ελευσινιακή πομπή στην πορεία της από το Θριάσιο πεδίο προς την Ελευσίνα. Λεγόταν και Κεραμεικαί Πύλαι … Dictionary of Greek
ФРИЯ — • Thria, Θρι̃α, небольшой участок в Аттике, на востоке от Элевсина; от него получили свое название τò Θριάσιον πεδίον, обширная равнина, особенно годная для хлебопашества (Hdt. 8, 65. 9, 7. Thuc. 1, 114. Strab. 9, 392. 395), и… … Реальный словарь классических древностей